Ἀσιανά

Ἀσιανά
Ἀσιᾱνά , Ἀσιανός
Asia
neut nom/voc/acc pl
Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός
Asia
fem nom/voc/acc dual
Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός
Asia
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σχινάς — Επώνυμο λογίων από την Κωνσταντινούπολη. 1. Δημήτριος. Έζησε στις αρχές του 19ου αι. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και έζησε ένα μεγάλο διάστημα του βίου του στη Βενετία. Το 1806 έγινε εταίρος της Ακαδημίας της Ρουμανίας με πρόταση του Ιγνάτιου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”